- λιλιπούτειος
- -α, -ομικροσκοπικός (όπως οι κάτοικοι της φανταστικής χώρας Λιλιπούτης που περιγράφεται στο βιβλίο «Γκιούλιβερ» του Τζ. Σουίφτ): Οι λιλιπούτειοι θεατές της παιδικής παράστασης χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.