λιλιπούτειος

λιλιπούτειος
-α, -ο
μικροσκοπικός (όπως οι κάτοικοι της φανταστικής χώρας Λιλιπούτης που περιγράφεται στο βιβλίο «Γκιούλιβερ» του Τζ. Σουίφτ): Οι λιλιπούτειοι θεατές της παιδικής παράστασης χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιλιπούτειος — α ο 1. πολύ μικρός στο σώμα ή στις διαστάσεις 2. μτφ. μηδαμινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lilliputian < Lilliput, ονομ. μιας φανταστικής χώρας με μικροσκοπικούς κατοίκους, στο βιβλίο τού J. Swift Τα ταξίδια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”